-
1 ἀντίπαλος
A wrestling against: hence, antagonist, rival,κράτος ἀ. A.Pr. 528
(lyr.);ἀ. θεοῖς E.Ba. 544
(lyr.): c.gen.,μένος γήραος ἀντίπαλον Pi.O.8.71
;γοητείας φάρμακον ἀ. AP10.50
(Pall.):—Subst. ἀντίπαλος, ὁ, antagonist, rival, adversary, Pi.N.11.26, S.Ant. 126 (lyr.): mostly in pl., Hdt.7.236, Ar.Ra.365.1027, Pl. Alc.1.119e, al.; cf.φθόνος πρὸς τὸ ἀ. Th.2.45
, etc.;ὁ δ' ἦλθεν ἐπὶ τἀντίπαλον E.Ba. 278
(dub.).2 of things, nearly matched, nearly balanced,ἀπὸ ἀ. παρασκευῆς Th.1.91
;ἀ. τριήρης
equally large,Id.
4.120;ἀ. τινι Id.1.11
, Pl.Mx. 240a;γνῶμαι μάλιστα ἀ. πρὸς ἀλλήλας Th.3.49
; ἀ. δέος fear caused by the balance of the power of the parties, mutual fear, ib.11; ἀ. ποιναί adequate punishment, E.IT 446; ἤθεα ἀ. [ τῇ πόλει] habits corresponding to.., Th.261;ὑμεναίων γόος ἀ. E. Alc. 922
; ἀντίπαλόν τι τῆς ναυμαχίας a point where the action was evenly balanced, Th.7.71, cf. 38, Lys.2.38; ἀντίπαλα καταστῆσαι bring to a state of balance, Th.4.117; εἰς ἀ. καταστῆναι to be in such state, Id.7.13. Adv.- λως Id.8.87
: also neut. pl.,ναυμαχήσαντες ἀντίπαλα Id.7.34
.II τὸν ἀμὸν ἀ. him who fights for me, my champion, A.Th. 417 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπαλος
См. также в других словарях:
αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… … Dictionary of Greek